λάμπῃ, νὰ
Ερμηνεία:
[γ΄πρόσωπο ενικού του ενεστώτα υποτακτικής του ρ. λάμπω]
Ετυμολογία:
[(Όμηρ.), λάμπω (ακτινοβολώ, εκπέμπω φως, εξαστράπτω, φέγγω, στίλβω), Καινή Διαθήκη:. 7 φορές)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
…ἔβλεπε τὸ παράθυρον τῆς γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, καὶ τὸν φεγγίτην νὰ λάμπῃ θαμβά… [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|